αποκρυσταλλώνω

αποκρυσταλλώνω
-ωσα, -ώθηκα, -ωμένος
1. δίνω σε κάτι κρυσταλλική μορφή: Άλλοτε πουλούσαν ζάχαρη αποκρυσταλλωμένη.
2. καταλήγω σε κάτι σαφές και οριστικό: Στο θέμα αυτό έχω πια αποκρυσταλλώσει γνώμη. Ουσ. αποκρυστάλλωση, η και αποκρυστάλλωμα, το -ατος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αποκρυσταλλώνω — αποκρυσταλλώνω, αποκρυστάλλωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αποκρυσταλλώνω — (Α ἀποκρυσταλλοῡμαι, όομαι) νεοελλ. 1. μεταβάλλω κάτι σε κρύσταλλο, του δίνω κρυσταλλική μορφή 2. μορφώνω σαφή και οριστική γνώμη για κάτι (αρχ., ούμαι) κρυσταλλιάζω, παγώνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”